ατυράννητος

ατυράννητος
-η, -ο και ατυράννιστος, -η, -ο και ατυράγνιστος, -η, -ο επίρρ. εκείνος που δεν τυραννίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε: Είχε περάσει μια ζωή ατυράννιστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατυράννευτος — ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, ον (Α) αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους …   Dictionary of Greek

  • ατυράννιστος — και ατυράγνιστος και ατυράννητος, η, ο 1. αβασάνιστος, αταλαιπώρητος 2. (μτφ. για καταστάσεις) αυτός που δεν συνοδεύεται από ταλαιπωρίες, ανώδυνος 3. (για ζώα) αυτός που δεν τον τυραννά ή δεν τον κακοποιεί ο άνθρωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”